Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αβδηρήτωρ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
Αβδηρήτωρ ο.
  • (Ως προσων. του Δημόκριτου) ο «ρήτορας» από τα Άβδηρα:
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 213r).

[<εθν. Αβδηρίτης + ουσ. ρήτωρ με συμφ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες