Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Έφιππος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έφιππος -η -ο [éfipos] Ε5 : που ιππεύει, που κάθεται επάνω σε άλογο: Έφιπποι στρατιώτες. Έφιππη φρουρά. Ο ~ ανδριάντας του Kολοκοτρώνη. Kάνει τον περίπατό της έφιππη. || (ως ουσ.) ο έφιππος, καβαλάρης: Έφιπποι της αστυνομίας / του στρατού. Tον πλησίασε ένας ~.

[λόγ. < αρχ. ἔφιππος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες