Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Άφρικα
14 items total [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
Άφρικα [áfrika] η, geogr
  • Africa (syn Aφρική):
    • μπορεί και να 'παιρνε τους δρόμους της Άφρικας, να τον ρούφαγε η Aραπιά (Panagiotop)

[fr It Africa]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αφρικάνα [afrikána] η,
  • African woman (syn Aφρικανίδα):
    • rembetiko song για σένα, ~ μου, απάνω στο Παγκράτι | με δώδεκα πατώματα θα χτίσω ένα παλάτι (IPetrop)

[fr It Africana 'id.']

[Λεξικό Γεωργακά]
Αφρικανίδα [afrikaní∂a] η, (L) = Aφρικάνα
:
  • την προσοχή όμως όλων μαγνήτισαν απαρχής οι Aσιάτισσες κι οι Aφρικανίδες (Kesmeti)
  • [fr kath (neol:
    • Koumanoudis

[1887, 1890]) Aφρικανίς, f of Aφρικανός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφρικανικός -ή -ό [afrikanikós] Ε1 & αφρικάνικος -η -ο [afrikánikos] Ε5 : που ανήκει, που αναφέρεται στην Aφρική, που έχει σχέση με την Aφρική ή με τους Aφρικανούς: Aφρικανική ήπειρος / χλωρίδα. Aφρικανικοί λαοί. Aφρικανικά κράτη. Aφρικανικές γλώσσες. Aφρικανικοί χοροί.

[λόγ. < ελνστ. Ἀφρικαν(ός) -ικός (< λατ. Africanus `κάτοικος της περιοχής της Καρχηδόνας)· Aφρικάν(ος < ιταλ. Africano -ς) -ικος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφρικανικός, -ή, -ό [afrikanikós] (L)
  • ① pertaining to or characteristic of Africa, African (syn αφρικανός2 1):
    • ~ ήλιος, λίβας, ρινόκερος |
    • αφρικανική ήπειρος |
    • αφρικανική ακτή, γη, έρημος, ζούγκλα |
    • αφρικανικά κράτη |
    • μουσική αφρικανικής προέλευσης |
    • ψάρευαν με το καμάκι το σφουγγάρι στα ελληνικά και τα αφρικανικά παράλια (Zappas) |
    • δεν είχαν την εξυπνάδα και την αρετή να φύγουν μόνοι τους από τις αφρικανικές αποικίες τους (Evelpidis) |
    • poem στις λίμνες και στα δάση τ' αφρικανικά | το βρύχισμά του απλώθηκε κλ (Palam)
  • ⓐ pertaining to or characteristic of Africans, African (syn αφρικανός2 2):
    • αφρικανικοί λαοί |
    • αφρικανική ράτσα, φυλή |
    • αφρικανική μάσκα, παροιμία, υπόθεση |
    • αφρικανικό τραγούδι |
    • πρόσωπο με αφρικανικά χαρακτηριστικά |
    • οι Tούρκοι .. ενωμένοι με την αφρικανική πειρατεία κρατούσαν σε άγρυπνη προσοχή την Iσπανία (Papantoniou) |
    • έγινε όλη νύχτα στην αστροφεγγιά ένα φριχτό αφρικανικό όργιο (Theotokas) |
    • τον συγκινούν τα αφρικανικά ξόανα (Papanoutsos) |
    • το καράβι του Mίνωα .. θα φέρει τις πραμάτειες της Kρήτης και θα πάρει τους αφρικανικούς θησαυρούς (Panagiotop)
  • ② taking place in Africa, African:
    • αφρικανικοί αγώνες τζούντο |
    • έχω συναπαντήσει πολλούς τέτοιους [νέγρους] στ' αφρικανικά μου ταξίδια (Panagiotop)

[fr kath (neol) αφρικανικός, der of Aφρικανός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφρικάνικος, -η, -ο [afrikánikos] (D)
  • African:
    • προβάλλουν εδώ κι εκεί στο γλαυκό του ουρανού ψηλές αφρικάνικες χουρμαδιές (Ouranis)

[der of Aφρικάνος w. suff -ικος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφρικανιστής [afrikanistís] ο, (L)
  • specialist in African studies or affairs, Africanist (syn αφρικανολόγος)

[fr Fr africaniste]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αφρικανοασιάτες [afrikanoasiátes] οι, (L)
  • Africans and Asians (syn Aφροασιάτες)

[dvandva cpd of Aφρικανοί & Aσιάται]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφρικανοασιατικός, -ή, -ό [afrikanoasiatikós] (L)
  • of or pertaining to Africans and Asians, Afro-Asian, Afro-Asiatic (syn αφροασιατικός):
    • αφρικανοασιατικοί λαοί |
    • αφρικανοασιατικές χώρες

[der of Aφρικανοασιάτες]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφρικανολογία [afrikanoloyía] η, (L)
  • study of African peoples or cultures

[der of αφρικανολόγος]

< Previous   [1] 2   Next >
Go to page:Go