Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Άρπυια [árpia] η, (L) (& άρπυια)
- ① AG myth monster having a woman's head and the body of a vulture, harpy:
- σαν ήρθε η ώρα του γάμου, όρμησαν οι Άρπυιες, άρπαξαν τα κορίτσια και τα παρέδωσαν στις Eρινύες (Maronitis)
- ② destructive force, monster (near-syn τέρας):
- είναι η ιστορία κατάμεστη από μεγαλείο και αθλιότητα, έργα αιωνιότητας και άρπυιες θανάτου (Despotop)
[fr kath Άρπυια ← postmed (Somavera) Άρπυια ← K, AG `Aρπυια]
- ① AG myth monster having a woman's head and the body of a vulture, harpy:



