Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Άντεν
23 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
Άντεν [áden]
  • to, (& Άδεν) geogr Aden:
    • ο κόλπος του ~ |
    • ξεπεράσαμε τον κόρφο του ~ (Bastias) |
    • poem μου 'λεγε πως καπνίζουνε στο Aλγέρι το χασίς | και στο ~ πως χορεύοντας πίνουν την άσπρη σκόνη (NKavvadias)

[fr Aden]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντένα η [anténa] Ο25 : 1.η κεραία του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης, του ασύρματου, του ραντάρ. 2. (ναυτ.) γενική ονομασία των οριζόντιων ξύλων από τα οποία κρέμονται τα πανιά ενός ιστιοφόρου πλοίου: ~ της μαΐστρας / του πλωριού παπαφίγκου.

[2: μσν. αντένα < ιταλ. antenna· 1: γαλλ. antenn(e) ]

[Λεξικό Κριαρά]
αντένα η.
  • Kεραία του ιστού πλοίου· το επίκριο:
    • κάτεργ’, αντένες καρφωτές απ’ άνωθεν ως κάτω (Aχέλ. 614).

[<ιταλ. antenna. H λ. στο Bλάχ. (ννα) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντένα [andéna] η, (sp. also αντέννα)
:
  • ρεσπέτη ~ spare yard |
  • ~ της μαΐστρας mainsail yard, main yard (syn kath κεραία της μεγίστης) |
  • ~ του τρέγου lower yard |
  • ~ του τουρκέτου fore yard (syn kath κεραία του ακατίου) |
  • η ~ στερεωνόταν πάνω στο άλμπουρο |
  • δένω στην ~ to bend a sail |
  • τ' άλμπουρα και οι αντένες σπάζανε σαν ο αέρας φορτσάριζε απότομα ή τρώγονταν σιγά σιγά απ' τις τριβές (Tzamtzis) |
  • οι πάνω αντένες (τα πινά) μπορούσαν να κατέβουν και να καθίσουν στις κάτω χωρίς εμπόδιο (id.) |
  • folks. ν' ανεβαίνει στην ~, | να 'ν' ο νους του μετά μένα (DPetrop) |
  • poem λαούτα παίζουν και βιολιά, σκοινιά κι αντένες | και μες στους κόκκινους αφρούς οι Mανταλένες (Malakasis) |
  • απ' τον κόρφο της πατρίδας κι απ' τις πιο ψηλές αντένες | άυλα κύματα σκορπιούνται στους ελληνικούς αιθέρες (Athanas)
  • ① windmill yard:
    • ο Γλάρος άνοιξε ένα πηγάδι κι απάνω του στερέωσε τις αντένες ενός ανεμόμυλου (Venezis)
  • ② telecommunication, radio, tv aerial, antenna (syn L κεραία):
    • υψηλή ~ roof antenna (syn κεραία στέγης) |
    • βλέπεις αντένες και φουγάρα στην κορυφή των κτιρίων |
    • ~ εκπομπής τηλεοράσεως television transmitting aerial |
    • καθένας ακούει ό,τι μπορούν να πιάσουν οι αντένες του (Thrylos)
  • ③ entom. antenna, feeler:
    • μερμήγκια ψάχνουνται με τις αντένες τους (Kazantz)
  • ④ fig feeler, receptive capability:
    • όποιοι δεν έχουν αντένες για να συλλάβουν τέτοια ρεύματα ακούν μόνο την τυμπανοκρουσία ενός λόγου με ένα περιεχόμενο γι' αυτούς ασύλληπτο (Tsatsos)

[fr αντένα (16th c.) ← MG (Kriaras' Lex) ← Ven antena, It antenna; the Gr pronunciation andὐna reappears in the Turk form andὐna]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντενάγια φορτώσεως [andenáya fortóseos] τα, (L)
  • spars.
[Λεξικό Κριαρά]
αντενάλιν το· αντενάλε.
  • Tο λώμα (γραντί) που βρίσκεται στο επάνω μέρος του ιστίου, η επάνω πλευρά του ιστίου που είναι προσδεδεμένη στην κεραία:
    • (Kαραβ. 49519).

[<ιταλ. antennale]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντεναντίωση [andenandíosi] η, (& kath αντεναντίωσις) (L)
  • figure of speech, a positive statement couched in a negative form (not unlike litotes)

[fr kath αντεναντίωσις ← LK (2nd c. AD)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντενδείκνυμαι [andenδíknime] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) δεν είμαι ή δε θεωρούμαι κατάλληλος, ωφέλιμος για κτ. ANT ενδείκνυμαι: Ο καφές αντενδείκνυται στις καρδιοπάθειες.

[λόγ. < ελνστ. ἀντενδείκνυμαι `παρέχω αντίθετες ενδείξεις΄ κατά τη σημ. της λ. αντένδειξη]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντενδείκνυται [anden∂íknite] 3sg (L) med etc
  • is contra-indicated, counter-indicated, should be avoided (syn παρουσιάζει αντένδειξη):
    • στην περίπτωση του δαγκείου πυρετού ~ η λήψη κινίνης |
    • τα ψάρια αντενδείκνυνται για τους καρδιοπαθείς κλ |
    • ο άρρωστος δεν είχε τίποτε που να ~ η χρήση αναισθησίας |
    • μην εξάπτεσαι· ~ στη θέση που βρίσκεσαι η έξαψη· πέφτεις σε ανακρίβειες και διαπράττεις σφάλματα (ASchinas) |
    • ~ για ένα βαρύκοο να γίνει ξυλουργός |
    • σε περίοδο υφέσεως ~ η ελάττωση της αγοραστικής δυνάμεως του πληθυσμού (Angelop, adapted) |
    • η μετανάστευση ~ για λόγους οικονομικούς και εθνικούς (id., adapted)

[fr kath αντενδείκνυται ← LK ἀντενδείκνυμαι (Galen. 2nd c. AD) 'give contrary indications', of symptoms]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντένδειξη η [andénδiksi] Ο33 : το αποτέλεσμα του αντενδείκνυμαι. ANT ένδειξη. α. η ένδειξη που είναι αντίθετη προς άλλη ή προς κτ. αντίθετο: Πολλές αντενδείξεις μάς πείθουν για την αντίθετη άποψη. β. (ειδικότ. για φάρμακα, συνήθ. πληθ.) η περίπτωση κατά την οποία ένα φάρμακο δεν ενδείκνυται: Πριν χρησιμοποιήσετε το φάρμακο διαβάστε με προσοχή τις αντενδείξεις.

[λόγ. < μσν. αντένδειξις `αντίθετη ένδειξη΄ (-σις > -ση) < αντ(ι)- + ένδειξις σημδ. γαλλ. contre-indication]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες