Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Άννας [ánαs] ο, pers-n
- Annas, of the high priest (fr Hebrew):
- prov phr πάω (or στέλνω) από τον Άννα στον Kαϊάφα I am sent (or I send) fr pillar to post |
- τον έστειλαν από τον Άννα στον Kαϊάφα
[fr NT]
- Annas, of the high priest (fr Hebrew):