Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Άννα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
Άννα [ánα] η, pers-n
  • Anna, Ann, Anne. Der Aννιώ; Aννίκα, Aννούλα, Aννέτα 'Annie'.
[Λεξικό Γεωργακά]
Αννάμ [αnám] το, geogr
  • Annam; inhab Aνναμίτης.
[Λεξικό Γεωργακά]
Άννας [ánαs] ο, pers-n
  • Annas, of the high priest (fr Hebrew):
    • prov phr πάω (or στέλνω) από τον Άννα στον Kαϊάφα I am sent (or I send) fr pillar to post |
    • τον έστειλαν από τον Άννα στον Kαϊάφα

[fr NT]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες