Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Άμλετ
4 items total [1 - 4]
[Λεξικό Γεωργακά]
Άμλετ [ámlet] ο, (& Aμλέτος)
  • Hamlet, of Shakespeare.
[Λεξικό Γεωργακά]
αμλετικός, -ή, -ό [amletikós]
  • Hamlet's (syn αμλέτιος):
    • ~ πεσιμισμός (Palam) |
    • αμλετικές εσωτερικές αντινομίες (Kanelopp)

[der of Άμλετ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμλέτιος, -α, -ο [amlétios]
  • Hamlet's (syn αμλετικός):
    • ο γιος που γνώρισε την αμλέτια περιπλοκή, όταν ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε βιαστικά, προτού περάσει χρόνος από το θάνατο της γυναίκας του (Terzakis)

[der of Άμλετ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμλετισμός [amletizmós] ο,
  • indecision, postponement:
    • ~ και αγωγή (title of a publication) |
    • ζουν το δράμα του σεξουαλικού αμλετισμού (Charis)

[der of Άμλετ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go