Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Άλτη [álti] η, gen Άλτης, & L Άλτις, gen Άλτεως, geogr
- sacred precinct of Zeus at Olympia, Altis:
- ο χώρος της Άλτεως |
- η ιερότατη Άλτις ηρεμεί (Panagiotop) |
- κατέβηκα στην ιερή ~ (Ouranis) |
- poem έξω απ' το ιερό στήθος της Άλτης, | έξω απ' την Oλυμπία και την Eλλάδα (TDoxas)
[fr AG 0Aλτις]
- sacred precinct of Zeus at Olympia, Altis:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλτήρας ο [altíras] Ο2 (συνήθ. πληθ.) : όργανο γυμναστικής όμοιο με τα βάρη, που αποτελείται από δύο μεταλλικές σφαίρες ενωμένες μεταξύ τους με σιδερένια ράβδο που χρησιμοποιείται ως λαβή.
αλτηράκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. αντδ. < γαλλ. altère (στη νέα σημ.) < λατ. πληθ. halteres < αρχ. ἁλτῆρες `βάρη που κρατούσαν οι άλτες για να αυξάνουν τη φόρα τους΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλτήρας [altíras] ο, usu pl. αλτήρες, (L) gym, athl
- dumbbell, barbell:
- poem ταπεινώσεις |
- αλτήρες της ψυχής μου! (Leivaditis)
[fr AG ἁλτήρ, usu pl ἁλτῆρες]
- dumbbell, barbell:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άλτης ο [áltis] Ο10 θηλ. άλτρια [áltria] Ο27 στη σημ. 1 : 1. αθλητής των αλμάτων. 2. (ζωολ.) χαρακτηρισμός εντόμων.
[λόγ.: 1: αρχ. ρ. ἅλ- (ἅλλομαι) `πηδώ΄ -της (πρβ. αρχ. ἁλτικός `καλός στο πήδημα΄) κατά το σχ.: ψάλλω - ψάλτης· 2: σημδ. νλατ. haltica σφαλερό με βάση το αρχ. ἁλτικός· λόγ. άλ(της) -τρια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλτης [áltis] ο, άλτρια [áltria] η, (L) athl
- jumper, vaulter:
- ~ του μήκους broad jumper |
- ~ του ύψους high jumper |
- ~ του επί κοντώ pole vaulter (syn κονταρίστας) |
- πριν απ' τη βαλβίδα και πάνω στη βαλβίδα έχει δικαίωμα να πατήσει ο ~ με το δεξί ή με το αριστερό πόδι (TSakellariou) |
- μια ορισμένη τεχνική βοηθεί τον άλτη να σημειώσει καλύτερο αποτέλεσμα (Chatzinikou) |
- μια επιγραφή εξηγεί τι κάνει ο ~ Δωρόθεος (Karouzos) |
- πήδησε (ο Kαζαντζάκης) ανώνυμος στο στίβο κι ολόγυμνος καθώς ο ~ κέρδισε την παγκόσμια αναγνώριση (Prevelakis)
[neol (end of 19th c.), ModG der of ἃλλομαι 'jump']
- jumper, vaulter: