Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Άλπεις [álpes] οι, (& Kazantz Άλπες) f, gen Άλπεων
- Alps, mountain system of S central Europe:
- οι ~ είναι πάντοτε χιονισμένες |
- δυτικές ~, κεντρικές ~, ανατολικές ~ |
- περπατούσαν αργά και σταθερά ο ένας πίσω από τον άλλο σα βετεράνοι των Άλπεων που γύριζαν από μία επικίνδυνη εξερεύνηση (Ouranis) |
- λιθάρι των Άλπεων Alpine stone |
- το κόρνο των Άλπεων mus alpenhorn (syn αλπική σάλπιγγα, βούκινο, L κέρας των Άλπεων)
- ⓐ Aυστραλιανές Άλπεις Australian Alps, mountain chain in SE Australia
[fr K Άλπεις ← Lat Alpes 'White mountains']
- Alps, mountain system of S central Europe: