Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Άλδος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
Άλδος [ál∂os] ο,
  • It pers-n Aldo, esp Aldus Manutius (Aldo Manucci), 1450-1515, Venetian printer, and his family:
    • μηδέ και ξέχασε να τους πη για τους Άλδους, γι' αυτήν την οικογένεια που ... τύπωνε βιβλία (Petsalis)

[fr the It given name Teobaldo]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες