Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Άδωνης [á∂onis] ο, (sp. also Άδωνις) gen Άδωνη, anc myth. & relig
- Adonis:
- ωραίος σαν ~ as handsome as a young Greek god |
- ο κοντός αυτός άνθρωπος ..., όταν μιλούσε, γινότανε ~ (Melas).
- Adonis: