Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Άδωνης
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
Άδωνης [á∂onis] ο, (sp. also Άδωνις) gen Άδωνη, anc myth. & relig
  • Adonis:
    • ωραίος σαν ~ as handsome as a young Greek god |
    • ο κοντός αυτός άνθρωπος ..., όταν μιλούσε, γινότανε ~ (Melas).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες