Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *ωρυχείο
15 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-ωρυχείο [oriío] : β' συνθετικό σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά· δηλώνει χώρο ειδικό για την εξόρυξη του μετάλλου ή γενικά του πολύτιμου για τον άνθρωπο στοιχείου που εκφράζει το α' συνθετικό: αδαμαντ~, ανθρακ~, μεταλλ~, χρυσ~.

[λόγ. < ελνστ. -ωρυχεῖον < αρχ. -ωρύχος ως β' συνθ.: ελνστ. χρυσ-ωρυχεῖον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδαμαντωρυχείο το [aδamandorixío] Ο39 : ορυχείο διαμαντιών.

[λόγ. αδαμαντ- (δες αδάμας) + -ωρυχείον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλατωρυχείο το [alatorixío] Ο39 : τόπος από τον οποίο εξορύσσεται αλάτι, ορυχείο άλατος.

[λόγ. αλατ(ο)- + -ωρυχείον κατά το χρυσωρυχείον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλατωρυχείο [alatori ío] το, (L)
  • salt-mine, salt-pit, salt-pan, saltworks (syn ορυχείο άλατος):
    • εργάτης αλατωρυχείου salt-miner |
    • κύριος αλατωρυχείου salt-mine owner |
    • πρέπει να μνημονευθούν τα αλατωρυχεία και τα σμυριδωρυχεία της (sc της Nάξου) (Vacalop) |
    • ο Aλιάκμων είναι ποταμός που μεταφέρει ακαταπόνητα αλάτι από φυσικά υπόγεια αλατωρυχεία (Varelas)

[fr kath αλατωρυχείον, cpd of άλας & ορυχείον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμιαντωρυχείο το [amiandorixío] Ο39 : ορυχείο αμιάντου: Εργάτης που δουλεύει σε ~.

[λόγ. αμιαντ(ο)- + -ωρυχείον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμιαντωρυχείο [amiandori ío] το,
  • asbestos mine

[cpd w. ορυχείο]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμμωρυχείο [amori ío] το, (sp. also αμμορυχείο) (L)
  • sandpit

[der of αμμωρύχος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθρακωρυχείο το [anθrakorixío] Ο39 : ορυχείο από όπου εξάγονται ορυκτοί άνθρακες (γαιάνθρακες, λιθάνθρακες, λιγνίτης κ.ά.): Εργάτες που δουλεύουν σε ανθρακωρυχεία.

[λόγ. ανθρακ(ο)- + -ωρυχείον]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθρακωρυχείο [anθrakoriCío] το, (L)
  • coal mine, coal pit, coal field, colliery:
    • το κάρβουνο που χρειάζεται για τη φωτιά έρχεται από τα ανθρακωρυχεία (Venezis) |
    • στο ~ ξαφνικά ανακαλύψαμε πολύτιμα μέταλλα (Theotokas) |
    • χρησιμοποιούσαν πετροκάρβουνο γιατί η εκμετάλλευση των ανθρακωρυχείων δεν ήταν συστηματική (Evelpidis) |
    • ένα ~ χίλια μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης (Vasilikos)

[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθρακωρυχείον, cpd of άνθραξ & combin. form -ωρυχείον; cf χρυσωρυχείον, χαλκωρυχείον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αργιλωρυχείο [aryilori ío] το, (L)
  • clay-pit

[fr kath (neol Koumanoudis) αργιλ(λ)ωρυχείον]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες