Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *μάχος
29 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-μάχος [máxos] : β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά. I. (σε λόγιας προέλευσης ουσιαστικά) δηλώνει το πρόσωπο που μάχεται, αγωνίζεται: 1. εναντίον αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: θεο~, εικονο~, ελληνο~, χριστιανο~· ταυρο~. 2. υπερασπιζόμενος την περιοχή που εκφράζει το α' συνθετικό: μακεδονο~, μαραθωνο~. 3. με το μέσο που εκφράζει το α' συνθετικό: ξιφο~. II. δηλώνει αυτόν που αγωνίζεται με τον τρόπο, το μέσο ή εναντίον αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: χερο~. || συχνό σε ονόματα πουλιών: αετο~, ακριδο~.

[I: λόγ. < αρχ. -μάχος < θ. του ρ. μάχ(ομαι) -ος ως β' συνθ.: αρχ. μονο-μάχος, ελνστ. θεο-μάχος· II: αρχ. -μάχος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αετομάχος ο [aetomáxos] Ο18 : είδος ωδικού πτηνού.

[αετο- + -μάχοςII]

[Λεξικό Γεωργακά]
αϊτομάχος [ajtomáxos] ο, (& αετομάχος) orn
  • shrike, any of several birds of the genus Lanius (syn κεφαλάς)

[cpd w. -μάχος]

[Λεξικό Κριαρά]
ακατάμαχος, επίθ.
  • Aκαταμάχητος, ακατανίκητος:
    • ακατάμαχον την ισχύν κεκτημένος (Διγ. Gr. 10).

[<στερ. α‑ + καταμάχομαι. H λ. τον 3.-4. αι.]

[Λεξικό Κριαρά]
αμφίμαχος, επίθ.
  • Aβέβαιος ως προς το αποτέλεσμα:
    • αμφίμαχον την μάχην … ελαβώθησαν κι οι δύο (Eρμον. Σ 31).

[<αρχ. αμφιμάχομαι· πβ. αμφίπαλος. H λ. τον 11. αι. (LBG)]

[Λεξικό Κριαρά]
αντίμαχος, επίθ.
  • Eχθρικός:
    • πάσαν αντίμαχον εν τοις τοίχοις παράταξιν (Δούκ. 3319).
  • Tο ουδ. ως ουσ. = προμαχώνας, οχύρωμα:
    • (αυτ. 2336).

[μτγν. επίθ. αντίμαχος. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εικονομάχος ο [ikonomáxos] Ο18 : (ιστ.) για όσους (κατά τον 8ο και 9ο αι. στο Bυζάντιο) καταδίκαζαν τη χρήση και τη λατρεία των ιερών εικόνων ως ειδωλολατρική παρέκκλιση από το χριστιανισμό και επιχείρησαν να επιβάλουν την κατάργησή τους· εικονοκλάστης. ANT εικονόφιλος. || (ως επίθ.): Εικονομάχοι αυτοκράτορες / πατριάρχες / συγγραφείς.

[λόγ. < μσν. εικονομάχος `εχθρός των εικόνων΄ < εικονο- + -μάχος]

[Λεξικό Κριαρά]
εικονομάχος ο.
  • Ο εχθρός της λατρείας των ιερών εικόνων:
    • άλλοι άπαξ άθεοι, άλλοι εικονομάχοι (Θρ. Κων/π. Βαρβ. 18).

[<ουσ. εικών + μάχος. Η λ. τον 4. αι.]

[Λεξικό Κριαρά]
ευστόμαχος, επίθ.
  • Εύπεπτος:
    • εύνοστα και ευστόμαχα άπαντά μου τα μέλη (Διήγ. παιδ. 477).

[μτγν. επίθ. ευστόμαχος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θαλασσομάχος ο [θalasomáxos] Ο18 : 1. αυτός που πολέμησε σε πολλές ναυμαχίες: Οι θαλασσομάχοι του ΄21. 2. αυτός που ριψοκινδύνευσε πολλές φορές στη θάλασσα.

[ελνστ. θαλασσομάχος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες