Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *θηρία
14 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-θηρία [θiría] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει: α. το κυνήγι ή την επίμονη και συστηματική επιδίωξη αυτού που αναφέρεται ως α' συνθετικό: φαλαινο~, χρυσο~, προικο~, ψηφο~. β. τον τρόπο με τον οποίο γίνεται το κυνήγι: λαθρο~.

[λόγ. < αρχ. -θηρία < -θήρ(ας) -ία ως β' συνθ.: αρχ. ἀνθρωπο-θηρία `κυνήγι ανθρώπων΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλοθήρια [aloθíria] τα,
  • Allotheria, a subclass of small primitive mammals:
    • poem υπήρξα ο ενδιάμεσος κρίκος | από τους φυτοφάγους ιγουανόδοντες |...| ως τα σύγχρονα αρπαχτικά ~ (Melissanthi)

[neol, fr NL allotheria, cpd of άλλος & θηρία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαθμοθηρία η [vaθmoθiría] Ο25 : επιδίωξη του μαθητή να αποκτήσει όσο το δυνατό καλύτερους βαθμούς, χωρίς να αποσκοπεί παράλληλα και στην απόκτηση γνώσεων.

[λόγ. βαθμ(ός) -ο- + -θηρία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεσιθηρία η [θesiθiría] Ο25 : το σύνολο των ενεργειών του θεσιθήρα.

[λόγ. θεσιθήρ(ας) -ία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαθροθηρία η [laθroθiría] Ο25 : η παράνομη ενέργεια, δραστηριότητα του λαθροθήρα: Kαταδικάστηκε για ~.

[λόγ. λαθροθήρ(ας) -ία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεξιθηρία η [leksiθiría] Ο25 : η επίμονη αναζήτηση και χρήση σπάνιων, εξεζητημένων λέξεων.

[λόγ. < ελνστ. λεξιθηρία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοχθηρία η [moxθiría] Ο25 : η ιδιότητα του ανθρώπου που χαρακτηρίζεται από πολύ μεγάλη κακία έτσι ώστε να χαίρεται, όταν οι άλλοι υποφέρουν, και να λυπάται, όταν βρίσκονται σε καλή κατάσταση: H ~ του δεν τον αφήνει να χαρεί μαζί με τους άλλους ανθρώπους.

[λόγ. < αρχ. μοχθηρία `κακοήθεια, αχρειότητα΄]

[Λεξικό Κριαρά]
μοχθηρία η.
  • 1) Ανικανότητα, αναξιότητα:
    • (Σοφιαν., Παιδαγ. 102).
  • 2) Κακία, κακεντρέχεια:
    • (Προδρ. I 42).

[αρχ. ουσ. μοχθηρία. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προικοθηρία η [prikoθiría] Ο25 : η επιδίωξη γάμου με γυναίκα που να διαθέτει μεγάλη προίκα.

[λόγ. προικ- (δες προίκα) -ο- + -θηρία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκανδαλοθηρία η [skanδaloθiría] Ο25 : η επίμονη αναζήτηση και αποκάλυψη σκανδάλων, όχι τόσο για την αποκάλυψη της αλήθειας και την αποκατάσταση της δικαιοσύνης, όσο, κυρίως, για τη δημιουργία εντυπώσεων.

[λόγ. σκανδαλοθήρ(ας) -ία]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες