Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %φέρνω
35 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγαθοφέρνω [aγaθoférno] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. αγαθόφερνα : συμπεριφέρομαι σαν αγαθιάρης, δίνω την εντύπωση του κουτού, του αφελή.

[αγαθο- + -φέρνω 1]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγαθοφέρνω [aγaθoférno]
  • appear to be naive, simple-minded (cf αγαθός 3) (syn κουτοφέρνω) .
[Λεξικό Γεωργακά]
αγγλοφέρνω [aŋgloférno]
  • employ English life style, be like or imitate the English (syn αγγλίζω, εγγλεζοφέρνω) .
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγοροφέρνω [aγoroférno] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. αγορόφερνα : (για κορίτσι) συμπεριφέρομαι, μοιάζω σαν αγόρι.

[αγόρ(ι) -ο- + -φέρνω 1]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγοροφέρνω [aγoroférno]
  • have a boy's manners, be a tomboy, of a girl:
    • η κοπέλα αγοροφέρνει

[cpd w. φέρνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγουροφέρνω [aγuroférno]
  • have the appearance or taste of unripeness, be somewhat unripe:
    • το καρπούζι (πεπόνι) αγουροφέρνει

[cpd w. -φέρνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγριοφέρνω [aγrioférno] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. αγριόφερνα : φαίνομαι άγριος, σκληρός δηλαδή και συνήθ. επιθετικός, ή συμπεριφέρομαι με αντίστοιχο τρόπο.

[αγριο- + -φέρνω 1]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγριοφέρνω [aγrioférno]
  • appear wild or fierce, be somewhat fierce, behave in a somewhat rude way (syn είμαι αγριωπός)

[cpd w. φέρνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αεροφέρνω [aeroférno] (& αγεροφέρνω)
  • ① be like air (syn μοιάζω με αέρα):
    • poem εμένα της Πολύμνιας τα χέρια θ' αεροφέρνουν | προς τη γαλάζια μέρα (Palam)
  • ② pass αεροφέρνομαι be blown away by the wind:
    • poem η βάρκα αεροφέρθηκε στις ξέρες κ' ετσακίστη
  • ⓐ fig be rumored (syn θρυλούμαι):
    • αεροφέρνεται με στίχους (Palam).
[Λεξικό Γεωργακά]
αϊτοφέρνω [ajtoférno]
  • resemble an eagle

[cf -φέρνω in cpds]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες