Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %πιόμα%
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόπιομα το [apópxoma] & απόπιμα το [apópima] Ο49 : (λαϊκότρ.) το υπόλειμμα νερού ή άλλου ποτού που μένει στο σκεύος (ποτήρι, φλιτζάνι κτλ.) από το οποίο ήπιε κάποιος άλλος.

[αποπιο- (θ. του ρ. αποπίνω) -μα· αποπί(νω) -μα]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόπιομα [apópjoma] το, (sp. also απόπιωμα)
:
  • το ~ έμενε ακόμα εκεί στο ποτήρι (Myriv)

[der of aor αποπιώ of αποπίνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατάπιομα το [katápxoma] Ο49 : (λαϊκότρ.) η ενέργεια του καταπίνω· κατάποση.

[καταπιο- (σπάν. συνοπτ. θ. του ρ. καταπίνω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οπιομανής -ής -ές [opiomanís] Ε10 : (για πρόσ.) που έχει εθιστεί στη χρήση του οπίου· (πρβ. ναρκομανής, τοξικομανής). || (συνήθ. ως ουσ.) ο οπιομανής, θηλ. οπιομανής: Tρόποι απεξάρτησης των οπιομανών.

[λόγ. < γαλλ. opiomane < ελνστ. ὄπιο(ν) + -mane = -μανής]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιόμα το [pxóma] Ο49 : (λαϊκότρ., ιδ. για οινοπνευματώδη ποτά) 1. η πό ση. 2. το ποτό.

[< πίωμα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < πιω- (σπάν. συνοπτ. θ. του ρ. πίνω) -μα (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες