Παράλληλη αναζήτηση
13 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριοκορόμηλο [aγriokorómilo] το, bot
- the fruit of the sloe tree, sloe (syn μαμούσι)
[cpd w. κορόμηλο]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριόμηλο [aγriómilo] το,
- ① fruit of the wild apple tree, crab, crab apple
- ② loquat (the fruit) (syn μέσπιλο) .
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφρόμηλο [afrόmilo] το,
- soft and juicy apple:
- poem ροδίζει μεσ' τον ήλιο ωσάν τριαντάφυλλο | και σαν ~ στην ώρα του κλ (Spalas)
[cpd w. μήλο]
- soft and juicy apple:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γεώμηλο το [jeómilo] Ο40 : (λόγ.) πατάτα.
[λόγ. γεω- + μήλον μτφρδ. γαλλ. pomme de terre]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλυκόμηλο το [γlikómilo] Ο41 : είδος μήλου με γλυκιά γεύση. || (επέκτ.) ώριμο και γλυκό μήλο.
[μσν. γλυκόμηλον < γλυκο- 1 + μήλο (πρβ. αρχ. γλυκύμηλον)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμηλό το [kamiló] Ο (άκλ.) : χοντρό, μαλακό ύφασμα από τρίχα καμήλας. || ύφασμα από μαλλί γίδας ή προβάτου σε χρώμα ανοιχτό ή σκούρο μπεζ. || (ως επίθ.): ~ παλτό / κουβέρτα, από καμηλό.
[λόγ. < γαλλ. camelot (από τα αραβ.) με επίδρ. της λ. καμήλα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεδρόμηλο το [keδrómilo] Ο41 : ο καρπός του κέδρου.
[κέδρ(ος) -ο- + μήλο (διαφ. το ελνστ. κεδρόμηλον `κίτρο΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κορόμηλο το [korómilo] Ο41 : ο καρπός της κορομηλιάς· μικρός σφαιρικός σαρκώδης καρπός με σκληρό πυρήνα και γλυκόξινη γεύση. (έκφρ.) (τρέχει) το δάκρυ ~, ειρωνικά για κπ. που κλαίει ή ψευτοκλαίει χύνοντας άφθονα δάκρυα.
[μσν. κορόμηλον ίσως < *καρυόμηλον < αρχ. κάρυ(ον) -ο- + μῆλον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυπαρισσόμηλο το [kiparisómilo] Ο41 : ο καρπός του κυπαρισσιού.
[κυπαρίσσ(ι) -ο- + μήλο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μήλο το [mílo] Ο39 : 1α. καρπός στρογγυλού σχήματος με σφιχτή και κάπως χυμώδη σάρκα και μικρούς σπόρους στο εσωτερικό του: Kόκκινο / κίτρινο / πράσινο ~. Kαθαρίζει τις φλούδες του μήλου πριν το φάει. Kομπόστα / πελτές / κρασί από μήλα. ~ (είναι) η ντομάτα, στρογγυλή και σφιχτή σαν το μήλο. ΦΡ το μήλον της έριδος*. σάπιο ~, για απόχρωση του μοβ. το ~, ο απαγορευμένος καρπός του Παραδείσου. ΠAΡ Tο ~ κάτω από τη μηλιά θα πέσει, για άνθρωπο που έχει όμοιο χαρακτήρα με τους γονείς του. Ένα ~ την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα, για να τονιστεί η θρεπτική αξία του μήλου. β. μικρός στρογγυλός καρπός μέσα στον οποίο βρίσκονται οι σπόροι: Tο ~ του κυπαρισσιού / του κέδρου. γ. (πληθ.) παιδικό παιχνίδι. 2. ονομασία ορισμένων μικρών και συνήθ. σφαιρικών προεξοχών του ανθρώπινου σώματος: Tα μήλα του προσώπου, το εξογκωμένο τμήμα των παρειών που βρίσκεται κάτω από τα μάτια· (πρβ. ζυγωματικά). Tο ~ του Aδάμ, προεξοχή στο μπροστινό μέρος του αντρικού λαιμού· καρύδι2.
μηλαράκι το YΠΟKΟΡ. [1: αρχ. μῆλον· 2: λόγ. < αρχ. μῆλον (σε ελνστ. σημ.) & σημδ. γαλλ. pomme d΄Adam· μήλ(ο) -αράκι]