Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- -ουδάκι [uδáki] : 1. υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· (πρβ. -άκι): (σταυρός) σταυρουδάκι, (χωριό) χωριουδάκι, (μπιζού) μπιζουδάκι, (ραντεβού) ραντεβουδάκι. || αντικαθιστά και ενισχύει το (ατονημένο σήμερα) υποκοριστικό επίθημα -ούδι 1: (λαιμός - λαιμούδι) λαιμουδάκι, (λεφτά - λεφτούδια) λεφτουδάκια, (μυαλό - μυαλούδι) μυαλουδάκι, (μωρό - μωρούδι) μωρουδάκι, (παλτό - παλτούδι) παλτουδάκι. 2. επίθημα με μειωτική σημασία, όταν η πρωτότυπη λέξη δηλώνει επάγγελμα ή ιδιότητα: (γιατρός) γιατρουδάκι.
[σύνθετο επίθημα -ούδ(ι) -άκι]