Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- -αλάκι [aláki] : υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· (πρβ. -άκι): (βήχας) βηχαλάκι, (γρόμπος) γρομπαλάκι, (μπόγος) μπογαλάκι, (ρούχο) ρουχαλάκι, (σύκο) συκαλάκι.
[< ουδ. σε -άλ(ι) με προσθήκη του υποκορ. -άκι (το -άλι από ουσ. σε -αλ-): αρχ. κεφαλ(ή) -ιον > ελνστ. κεφάλ-ιον > μσν. κεφάλιν με απώλεια της υποκορ. σημ., νεοελλ. κεφα λ-άκι και επέκτ. σε άλλα ουδ.: βουν-αλάκι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- -αλάκι [aláci] το, dimin suff
- :
- κομπαλάκι (κόμπος), ρουχαλάκι (ρούχο), συκαλάκι (σύκο)
- etc
[conglomerate of suff -άλι & -άκι, as in βουναλάκι, dimin of βουνάλι, ψιχαλάκι, dimin of ψιχάλι etc]