Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-άκιας"
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-άκιαςkas] : επίθημα αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων συνήθ.: 1. από επίθετα, με υποκοριστική και συχνά μειωτική σημασία: (έξυπνος) εξυπνάκιας, (τυχερός) τυχεράκιας. 2. από ουσιαστικά, με μειωτική σημασία: (γκόμενα) γκομενάκιας, (γυαλιά) γυαλάκιας, (κόρτε) κορτάκιας, (νεύρα) νευράκιας.

[< -άκια (πληθ. του -άκι) με προσθήκη του χαρακτηριστικού του αρσ. σε πληθ. άκλιτων ουδ. που δεν έχουν αντίστοιχο εν.: νευρ-άκια -ς, γυαλ-άκια -ς (εν. γυαλάκι έχει άλλη σημ.) και επέκτ. σε άλλα ουσ.: κορ τ-άκιας]

[Λεξικό Γεωργακά]
-άκιας [ácjas] ο, suff
  • w. derog sense:
    • κορτάκιας (κόρτε), τυχεράκιας (τυχερός) etc

[fr nouns such aς γυαλάκιας, νευράκιας, τακουνάκιας,etc, der fr n pl γυαλάκια, νευράκια, τακουνάκια w. ending -ς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες