Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "φτενός -ή -ό"
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φτενός -ή -ό [ftenós] Ε1 : (λαϊκότρ.) λεπτός, λιγνός.

[μσν. φτενός < πτενός με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft], ίσως < αρχ. πτηνός `φτερωτός΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες