Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ταμπλάς 2"
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταμπλάς 2 ο & νταμπλάς 2 ο : α. (παρωχ.) συγκοπή, αποπληξία. β. αναπάντεχη μεγάλη στενοχώρια, συνήθ. στην έκφραση μου έρχεται ~, μένω οδυνηρά κατάπληκτος από απροσδόκητο δυσάρεστο γεγονός: Mόλις το άκουσε του ήρθε ~· ΣYN έκφρ. μου έρχεται κόλπος.

[ντ-: τουρκ. damla με ανάπτ. [b] ανάμεσα στο [m] και το [l] για διευκόλυνση της άρθρ.· τ-: αποηχηροπ. του αρχικού [d > t] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: τομάτα - ντομάτα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες