Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "πρύμος -α -ο"
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρύμος -α -ο [prímos] Ε4 : (ναυτ.) για άνεμο που φυσάει από το μέρος της πρύμης (κατά τη διεύθυνση της πορείας του πλοίου) και που κατά συνέπεια είναι ευνοϊκός· ούριος: Φυσούσε ~ άνεμος. Σ΄ όλο το ταξίδι είχαμε πρύμο τον αέρα. Έχουμε πρύμο αεράκι. || Tαξιδεύαμε με πρύμο καιρό, ευνοϊκό. πρύμα ΕΠIΡΡ: 1. από την πλευρά της πρύμης. ANT όρτσα: Ο αέρας φυσούσε ~. Πάμε ~, με τον αέρα πρύμα. 2. (μτφ.) καλά, ευνοϊκά, σύμφωνα με τις επιθυμίες μας: Οι δουλειές μας πάνε ~. Όλα πηγαίνουν / μάς έρχονται ~.

[μσν. πρύμος, επίρρ. πρύμα (φρ. αέρα πρύμα) < πρύμνα < αρχ. πρυμνός `ο πίσω, το πίσω του καραβιού, η πρύμη΄ με μετακ. τόνου και απλοπ. του συμφ. συμπλ. κατά το πρύμνη > πρύμη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες