Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: "προμηθεϊκός -ή -ό"
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προμηθεϊκός -ή -ό [promiθeikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στον Προμηθέα: ~ μύθος. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός για κτ. που (φαίνεται να) ξεπερνάει σε μέγεθος, δύναμη, έκταση τα ανθρώπινα μέτρα, τιτάνιος: Έργο προμηθεϊκών διαστάσεων.

[λόγ. Προμηθε(ύς) -ικός μτφρδ. γαλλ. prométhéen < Ρrométhée < λατ. Ρrometheus < αρχ. Προμηθεύς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go