Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ορφικός -ή -ό"
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορφικός -ή -ό [orfikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον ορφισμό ή με τον Ορφέα: Ορφικά μυστήρια. Ορφικοί ύμνοι. Ορφικοί ποιητές. || (ως ουσ.) οι Ορφικοί, για τους οπαδούς του ορφισμού ή για τους ορφικούς ποιητές.

[λόγ. < γαλλ. orphique (στις νέες σημ.) < αρχ. Ὀρφικός `που ανήκει στον Ορφέα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες