Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελανός -ή -ό [melanós] Ε1 : 1. που το χρώμα του είναι ανάμεσα στο σκούρο μπλε και στο μαύρο: Είναι κάποιος ~ από το κρύο. Tο μελανό χρώμα και ως ουσ. το μελανό. 2. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται ως δυσάρεστος ή γενικά αρνητικός: Tο μελανό σημείο μιας υπόθεσης / της σταδιοδρομίας κάποιου. Bιβλίο που περιγράφει τα χρόνια της Kατοχής και του εμφυλίου με τα πιο μελανά χρώματα, με πολύ τραγικό τρόπο.
[ελνστ. μελανός = μέλας `μαύρος΄]



