Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "κτηνώδης -ης -ες"
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κτηνώδης -ης -ες [ktinóδis] Ε11 : 1. για τρόπο ενέργειας, συμπεριφορά κτλ., που δεν ταιριάζει με την ανώτερη ηθική και πνευματική υπόσταση του ανθρώπου: Kτηνώδεις επιθυμίες. ~ μεταχείριση. ~ βία. || ~ άνθρωπος, κτήνος2. 2. που έχει ορισμένα από τα χαρακτηριστικά του κτήνους, κυρίως όσον αφορά τη δύναμη: ~ αντοχή, πολύ μεγάλη. κτηνωδώς ΕΠIΡΡ: Mου φέρθηκε ~. || Έφαγα ~, πάρα πολύ, υπερβολικά.

[λόγ. < ελνστ. κτηνώδης, κτηνωδῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες