Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: "κοσμοπολίτικος -η -ο"
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοσμοπολίτικος -η -ο [kozmopolítikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον κοσμοπολίτη, ή που ταιριάζει σε κοσμοπολίτη: Έχει έναν κοσμοπολίτικο αέρα. Έζησε λίγες μέρες στο κοσμοπολίτικο περιβάλλον / στην κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα της κοσμικής λουτρόπολης, που συγκεντρώνει ντόπιους και ξένους τουρίστες υψηλού οικονομικού και κοινωνικού επιπέδου. κοσμοπολίτικα ΕΠIΡΡ.

[κοσμοπολίτ(ης) -ικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go