Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "κοντο- 2"
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοντο- 2 : (λαϊκότρ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· προσδίδει στο β' συνθετικό την έννοια του κοντά, χρονικά ή τοπικά: ~βασίλεμα· ~χωριανός· ~ζυγώνω.

[μσν. κοντο- θ. του επιρρ. κοντ(ά) -ο- ως α' συνθ.: μσν. (παράγωγο) κοντ-εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες