Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "επιτήδειος -α -ο"
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιτήδειος -α -ο [epitíδios] Ε6 : 1α.(λόγ.) κατάλληλος για κτ. β. (για πρόσ.) που είναι ικανός για κτ., επιδέξιος σε κτ.: ~ άνθρωπος. Ήταν πιο ~ στο παιχνίδι από όλους τους συνομηλίκους του. 2. (ως ουσ.) ο επιτήδειος, θηλ. επιτήδεια, μειωτικός χαρακτηρισμός για πρόσωπο που ενεργεί και πετυχαίνει τους στόχους του στα πλαίσια της κοινωνίας με ανορθόδοξα μέσα: Έγιναν διευθυντές / πήραν προαγωγές οι επιτήδειοι όχι οι ικανοί και οι άξιοι. επιτήδεια ΕΠIΡΡ με επιτηδειότητα.

[λόγ. < αρχ. ἐπιτήδειος `κατάλληλος για κπ. σκοπό΄ & σημδ. γαλλ. habile]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες