Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "βάγια 1"
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βάγια 1 η [vája] Ο25 : (παρωχ.) τροφός, παραμάνα· νταντά. || υπηρέτρια.

[μσν. βαγία, *βάγια < ελνστ. βαΐα, *βάϊα < λατ. *bajia ( [bá-] ) (πρβ. υστλατ. bajula [bá-] `τροφός΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες