Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: "αδιανόητος -η -ο"
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιανόητος -η -ο [aδianóitos] Ε5 : για κτ. τόσο παράλογο, τόσο τρομερό, τόσο αφύσικο, που είναι τελείως έξω από την κοινή λογική, που δύσκολα μπορεί κάποιος να το συλλάβει, να το κατανοήσει: Aδιανόητη ενέργεια / πράξη / σκέψη. H αυτοκτονία είναι κάτι αδιανόητο.

[λόγ. < ελνστ. ἀδιανόητος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go