Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδιανόητος -η -ο [aδianóitos] Ε5 : για κτ. τόσο παράλογο, τόσο τρομερό, τόσο αφύσικο, που είναι τελείως έξω από την κοινή λογική, που δύσκολα μπορεί κάποιος να το συλλάβει, να το κατανοήσει: Aδιανόητη ενέργεια / πράξη / σκέψη. H αυτοκτονία είναι κάτι αδιανόητο.
[λόγ. < ελνστ. ἀδιανόητος]



