Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "αγκουσεμένος, -η, -ο"
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αγκουσεμένος, -η, -ο [aŋguseménos]
  • distressed:
    • γίνουνταν... πεισματωμένος ο αγώνας κι ανάπνεα... τη... βαθιά αγκουσεμένη ανάσα του αντίμαχου (Kazantz) |
    • στο στήθος... η καρδιά της πηδούσε αγκουσεμένη (Prevelakis) |
    • ένας λαχανιαστός, ~ ψίθυρος (Terzakis) |
    • πήδηξε αγκουσεμένη στο παραθύρι (Vlami)

[ppp of αγκουσεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες