Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: self-love
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοερωτισμός [aftoerotizmós] ο, (L) (& αυτερωτισμός)
:
  • η παιδική ηλικία είναι η ηλικία του αυτοερωτισμού |
  • ο ~ παρατηρείται στο παιδί, επειδή αγγίζει τυχαία τα γεννητικά του όργανα και ανακαλύπτει ότι αυτό του προξενεί ευχαρίστηση
  • ① love directed to o.s., self-love (near-syn αυτολατρεία):
    • υπάρχει ένας ερωτισμός ανάμεσα στο δημιουργό και στο αντικείμενο, .. που γίνεται στο τέλος ~, ένας ναρκισσισμός (Xefloudas)

[fr kath (neol) αυτοερωτισμός, cpd w. ερωτισμός; cf αυτοερωτεύεσθαι (Karkavitsas)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go