Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρουμπινές
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάνουλα η [kánula] Ο27α : ξύλινη βρύση σε βαρέλι κρασιού. || (παρωχ.) βρύση ή ρουμπινές. ΦΡ ανοίγω / κλείνω την ~, αρχίζω / σταματώ τις άφθονες οικονομικές παροχές.

[μσν. κάνουλα αντδ. < υστλατ. cannula υποκορ. του canna (δες στο κάννη)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρομπινές ο [robinés] & ρουμπινές ο [rubinés] Ο13 & ρομπινέ το [robiné] & ρουμπινέ το [rubiné] Ο (άκλ.) : μηχανισμός που διακόπτει ή ελευθερώνει τη ροή υγρού (ή αερίου) μέσα από ένα σωλήνα· κάνουλα· (πρβ. διακόπτης): Aνοίγω / κλείνω το ρομπινέ.

[λόγ. < γαλλ. robinet και προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα -e > -ές· [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες