Παράλληλη αναζήτηση
| 4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναλύω 1 [analío] -ομαι Ρ9 αόρ. ανέλυσα και ανάλυσα, απαρέμφ. αναλύσει : χωρίζω κτ. στα στοιχεία που το αποτελούν, κάνω ανάλυση. 1. χρησιμοποιώ τη χημική ή τη φυσική μέθοδο ανάλυσης. α. χωρίζω τα στοιχεία που αποτελούν ένα υλικό σώμα ή που περιέχονται σε αυτό, για να διαπιστώσω ή για να μελετήσω τη σύστασή τους: ~ το νερό μιας πηγής. || (μτφ.): ~ το αίμα / τα ούρα, για να ανιχνεύσω παθολογικά στοιχεία. β. για φαινόμενο που το αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις, όπως π.χ. το φως, ο ήχος κτλ.: Tο γυάλινο πρίσμα αναλύει το λευκό στα χρώματα που το αποτελούν. Tο ηλιακό φως, όταν αναλυθεί πρισματικά, δείχνει ότι περιέχει όλα τα χρώματα. 2. (για διαδικασία νοητικής ανάλυσης) διακρίνω, διαχωρίζω τα στοιχεία που συνθέτουν μια κατάσταση, ένα φαινόμενο ή ένα προϊόν της σκέψης, για να το κατανοήσω καλύτερα ή για να το μελετήσω, το εξετάζω από όλες τις πλευρές του και σε όλες τις λεπτομέρειές του: ~ ένα κοινωνικό φαινόμενο / τα συμπεράσματα μιας έρευνας / την οικονομική κατάσταση της χώρας. Θα αναλυθούν γραμματικά και συντακτικά οι προτάσεις του αρχαίου κειμένου. Στο μάθημα της λογοτεχνίας αναλύσαμε έργα σύγχρονων ποιητών και πεζογράφων. || εξηγώ κτ. λεπτομερώς: Mας ανέλυσε τις απόψεις του. Δεν μπορώ να σου αναλύσω το σχέδιό μου με λίγα λόγια.
[λόγ. < αρχ. ἀναλύω `ξελύνω, διαλύω κτ. στα συστατικά του΄ & σημδ. γαλλ. analyser & αγγλ. analyse '85 αρχ. ἀνάλυσις]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκλύω [eklío] -ομαι Ρ9 αόρ. εξέλυσα, απαρέμφ. εκλύσει : (φυσ., για υλικό σώμα) απελευθερώνω, αποδεσμεύω ενέργεια ή ύλη και τη διαχέω στο περιβάλλον: Εκλύεται υδρογόνο.
[λόγ. < αρχ. ἐκλύω `ελευθερώνω, ξελύνω΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιλύω [epilíο] -ομαι Ρ9 αόρ. επέλυσα, απαρέμφ. επιλύσει : λύνω. 1α. ξεπερνώ, αίρω τις δυσκολίες ή τις περιπλοκές που παρουσιάζει μια κατάσταση, ένα ζήτημα ή μια διαδικασία: Tο πρόβλημα επιλύθηκε μόνιμα / προσωρινά / ικανοποιητικά. β. δίνω λύση, τέλος σε κτ.: Επέλυσε τις διαφορές του με τους συγγενείς του για τα κληρονομικά στα δικαστήρια. 2. (λόγ.) α. βρίσκω το ζητούμενο σε μαθηματικό πρόβλημα ή σε πνευματικό παιχνίδι. β. διευκρινίζω, ερμηνεύω.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιλύω, αρχ. σημ.: `ξελύνω΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- λύω ‑ λύνω· λυώ· γ́ εν. λει· γ́ πληθ. λυού· λυούσινε.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Μτβ.
- 1) Ξελύνω, ανοίγω, βγάζω:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3866), (Αχιλλ. L 464).
- 2)
- α) Ελευθερώνω:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 34820)·
- β) αποδεσμεύω:
- να έλθει (ενν. ο Πρίαμος) εις τας νήας των Ελλήνων, διά να λύσει τον υιόν του (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΚΔ́ [43])·
- γ) σώζω:
- ου θέλω τινάς θάνατον να φύγει και να λύσει την ζωήν του (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ζ́ [83])·
- δ) (μεταφ.) απαλλάσσω από κατάδεσμο:
- έρχεται η αγία Βαρβάρα … λύσαι την κεφαλήν και τον μυελόν (Ιατροσόφ. 7514).
- α) Ελευθερώνω:
- 3)
- α) Λειώνω, διαλύω:
- (Ιερακοσ. 39319), (Ιστ. πατρ. 1187)·
- β) σπάζω:
- δώσω το κεφάλι μου στον τοίχον να το λύσω (Ριμ. Βελ. ρ 732).
- α) Λειώνω, διαλύω:
- 4) Δίνω λύση:
- (Σφρ., Χρον. 1183).
- 5) (Προκ. για όνειρο) ερμηνεύω:
- (Αλεξ. 164).
- 6) Σταματώ, καταπαύω:
- (Διγ. Gr. 101).
- 7) Καταργώ, ακυρώνω:
- (Ελλην. νόμ. 55213).
- 8) (Προκ. για όρκο) παραβαίνω, καταπατώ:
- (Σαχλ. Β́ P 40), (Σφρ., Χρον. 15817).
- 9) (Προκ. για αμαρτίες) συγχωρώ:
- λύει (ενν. ο Θεός) τας αμαρτίας (Ιστ. Βλαχ. 2293· Πένθ. θαν. 393).
- 10) Εξοφλώ, ξεχρεώνω:
- (Ασσίζ. 3469).
- 11) Καταστρέφω, φθείρω:
- ο ήλιος τα θεμέλια σου λει τα, γοργό χαλούσι (Ερωτόκρ. Γ́ 125).
- 12) Διαλύω· (εδώ) αφαιρώ τις σάρκες:
- τόσον τα έλυσαν (ενν. τα πλευρά του αγίου) οπού εγυμνώθησαν ολότελα … από το κρέας (Ροδινός 229).
- 13) Απομακρύνω:
- λύσον μου τας πολυπλόκους θλίψεις (Προδρ. IV 12).
- 14) Αντικρούω:
- όσα λέγουσι τινές κατά της πίστεως ταύτης δυνάμεθα λύειν ευκόλως (Ιστ. πατρ. 934).
- 15) (Με την πρόθ. εις) διαιρώ:
- ποιούμεν τα ή επί τα ιγ́ γίνονται ρδ́ και λύομεν εις δ́ (Rechenb. (Vog.) 903).
- 1) Ξελύνω, ανοίγω, βγάζω:
- Β́ Αμτβ.
- 1) Ξεδένομαι· ελευθερώνομαι:
- (Πανώρ. Ά 23).
- 2)
- α) Λειώνω, διαλύομαι· καταστρέφομαι:
- (Απόκοπ. 412), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 35513), (Γεωργηλ., Θαν. 545)·
- β) σαπίζω:
- (Χρον. 307).
- α) Λειώνω, διαλύομαι· καταστρέφομαι:
- 3) (Προκ. για πλοίο) σαλπάρω, αποπλέω:
- έλυσαν εκ τον λιμέναν (Αχέλ. 1835).
- 1) Ξεδένομαι· ελευθερώνομαι:
- Ά Μτβ.
- IΙ. Μέσ.
- 1)
- α) Διαλύομαι· εξαφανίζομαι:
- άλας να λύεται (Σπανός A 451)·
- ως όνειρον ελύθηκε το πράγμα όσον είδε (Βέλθ. 724)·
- β) (μεταφ.) λειώνω από στενοχώρια, στενοχωριέμαι πολύ:
- (Σπαν. Α 27).
- α) Διαλύομαι· εξαφανίζομαι:
- 2) (Προκ. για γάμο) διαλύομαι, λύομαι:
- εκείνος ο γάμος δύνεται πάλιν να λυθεί, εάν θελήσουσιν αμφότεροι να εμπούν εις μοναστήριον (Ελλην. νόμ. 53512).
- 3)
- α) Χαλαρώνω:
- τα κεραμίδια ελύθησαν, το στέγος εσαπρώθη (Προδρ. Ι 77)·
- β) παραλύω:
- ελύθησαν οι ώμοι μου εκ την ιδέαν του αγγέλου (Διγ. Esc. 1771).
- α) Χαλαρώνω:
- 4) Καταπαύω, τελειώνω:
- η μάχη λύθηκεν (Αχέλ. 2539).
- 5) Απαλλάσσομαι από χρέος:
- να πουλήσουν (ενν. οι εγγυτάδες) απέ το ποίον να λυθεί (ενν. ο χρειοφελέτης) (Ασσίζ. 31519).
- 1)
- Φρ.
- 1) Λύω και δένω = αποφασίζω, ενεργώ κατά βούληση:
- την εξουσίαν τού έδωκε (ενν. ο Χριστός στον άγιο Πέτρο) να δέσει και να λύσει (Χρον. Μορ. H 777).
- 2) Λύω σωφροσύνην = παύω να φέρομαι φρόνιμα:
- (Σωσ. 29).
- 3) Λυούσι τ’ άντερά (μου), βλ. έντερο(ν) φρ. β.
- 4) Λύω τη γλώσσα = μιλώ:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1388]).
- 5) Λύω την κοιλία = προκαλώ αφόδευση:
- (Ορνεοσ. αγρ. 53924).
- 6) Λύω το πουγκάκι μου = πληρώνω:
- (Σαχλ. Β́ P 608).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) Μαλακωμένος, τρυφερός:
- ήταν λυμένη η καρδία της ρήγαινας (Μαχ. 5481).
- 2) Απομακρυσμένος:
- τα στήθη και οι ώμοι πλατείς και μη συμπεπιλημένοι, αλλά λελυμένοι απ’ αλλήλων (Κυνοσ. 5899).
- 3) Πληγιασμένος, κατασπαραγμένος:
- η ράχη τους λυμένη και τα πετσιά της ράχης τους εν ξέρουσι πού ένι (Άσμα Μάλτ. 62).
[αρχ. λύω. Ο τ. λυώ στο Βλάχ. και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.



