Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαύρος
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανατανύζω [anatanízo] (& L ανατανυώ) ανατανυείς, ipf ανατανυούσα, aor ανατάνυσα, mi ανατανύζομαι (& ανατανυέμαι & ανατανυούμαι), aor ανατανύστηκα & ανατανύθηκα
  • stretch, strain:
    • poem γαύρος σκοπός αχάει θαλασσινός, κ' η μάνα ανατανύζει | το δροσερό χιονάτο της λαιμό χαρούμενη ν' ακούσει (Kazantz Od 23.733) |
    • ήρθε η στιγμή της πλέριας λύτρωσης, ανατανυέται η φλόγα | και παίρνει απίδρομο τσιρίζοντας να φύγει απ' το φιτίλι (ib 24.1063) |
    • κ' εφτά λογιών καρποί κρεμάστηκαν στου λόγου μου τα κλώνια· | ανατανυέται η μάργα Mαργαρώ, τον πιο γλυκό να κόψει (ib 18.143)

[fr AG ἀνατανύω, whence ἀνατανυῶ, -τανυοῦμαι, -τανυέμαι (as λυῶ fr λύω); forms ανατανύζω -ύζομαι anal. fr aor ετανύστηκα; cf λούζω, λούζομαι fr aor ελούστηκα instead of λούω, λούομαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανοιξιάτης2, -α, -ικο [aniksjátis]
  • of spring (time):
    • poem ο γαύρος ~ έρωτας με τα στριφτά φοινίκια (Kazantz Od 7.901) |
    • .. και γροίκας | σα μελισσιού ορφανού ζουζούνισμα στον ανοιξιάτη αγέρα (id. 10.311) |
    • του Δοξαρά τα φρένα ανάσαιναν αχόρταγα του Xάρου | τη δροσερή ανοιξιάτα αναπνοή με τις γλυκές ζαλάδες (id. 10.1395) |
    • σα ν' αφουκράζουνταν τις μέλισσες στον ανοιξιάτην ήλιο (id. 15.763) |
    • .. σαν αγριμιών πιλάλα | σαλεύει μια στιγμή γλυκά πολύ τον ανοιξιάτη αγέρα (id. 22.1447) |
    • πληθαίνουν και τ' αρθούνια του, νογάει στον ανοιξιάτη αγέρα | το νυφικό κορμί ξεκίνησε, το ψίκι ανηφορίζει (id. 23.981)

[der of άνοιξη w. suff -ιάτης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντζούγια η [andzúja] & αντζούγα η [andzúγa] Ο25α : γαύρος που διατηρείται και τρώγεται ως αλίπαστο.

[αντδ.: -γα: ιταλ. acciuga < υστλατ. *apiu(v)a < ελνστ. ἀφύη ( [ndz] από ιταλ. διαλεκτ. ancio-, angio-)· -για: μεταπλ. [ja] με βάση τον πληθ. αντζούγες και νέος εν. αντζούγια]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντζούγια [antzúya] η, (& αντζούγα)
  • ① ichth anchovy, Engraulis encrasicholus (syn γαύρος, χαψί):
    • η ~ είναι ψάρι ξενικό, του ωκεανού· σπανιότατα συναντάται στην Mεσόγειο (Potamianos)
  • ② anchovy paste (syn αντζουγόπαστα)

[fr Italian acciuga 'id.']

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιλάμπισμα [andilámbizma] το,
  • ① glow, glitter, gleam (syn αντιφέγγισμα 1):
    • τα γόνατά του γυάλιζαν στο ~ της φωτιάς |
    • το πρόσωπό της έλαμψε στο ~ του δειλινού |
    • δεν έβλεπες στη δύση παρά κατακόκκινο αιθέρα σαν ~ μεγάλης πυρκαγιάς (Karkavitsas) |
    • αντιλαμπίσματα από λεπίδες και κράνη σπαθίζουν τον κουρνιαχτό (Terzakis) |
    • poem σωπαίνει ο γαύρος κλεφταράς, και στο ~ της φλόγας, | .. του δείχνει | .. το μυστικό .. σημάδι (Kazantz Od 2.810) |
    • το μελιχρό ~ | που το πεφτάστρι αφήνει (Malakasis)
  • ② reflection (of light), reflected light, glare (syn αντιφέγγισμα 2):
    • μια νέα ροδοκόκκινη καλόγρια γυάλιζε τα χαλκώματα και το ~ από το θερμό κόκκινο μέταλλο στραφτάλιζε στα μάγουλά της (Kazantz) |
    • τα μάτια σου τυφλώνουνταν από το αστραφτερό ~ που έριχναν τ' ασβεστωμένα σπίτια (id.)
  • ⓐ fig reflection (of an emotion etc) (syn αντιφέγγισμα 2b):
    • poem και του αχνογέλιου το ~ στο μέτωπό του εχάθη (Kazantz Od 5.664) |
    • κ' εδώ μπροστά μας πρόβαλεν η μαγεμένη χώρα, | σαν ξαφνικό ~ των ξωτικών ψυχών μας (Melachrinos)

[der of αντιλαμπίζω; cf λαμπίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντροκαλώ [androkaló] αντροκαλεί, aor αντροκάλεσα, mi αντροκαλιέμαι, aor αντροκαλέστηκα region. (Crete) & lit
  • challenge (to a confrontation, fight etc):
    • με αντροκάλεσε ο M. και του βγήκα με το μαχαίρι (Prevelakis, adapted) |
    • αντροκαλέστηκε τη μοίρα καθώς ο δρυς το αστροπελέκι (id.) |
    • poem έλα λοιπόν, ξανά αντροκάλεσε και βγες να πολεμήσεις | με το Mενέλαο κλ (Homer Il 3.432 Kaz-Kakr) |
    • κι ο γαύρος κόκορας πα στις κοπριές τον ήλιο αντροκαλιέται (Kazantz Od 9.15) |
    • κι ω οι σάλπιγγες .. | που αντροκαλείτε ξαφνικά παντού τον άνθρωπο | σε μυστικό καινούργιο "γεννηθήτω" (Sikel)

[cpd w. καλώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποκεφαλισμένος2, -η, -ο [apocefalizménos] (L)
  • beheaded, decapitated (syn αποκεφαλισθείς):
    • αποκεφαλισμένο άγαλμα |
    • εικόνες με αποκεφαλισμένους αγίους |
    • ρίχνει ματιά επάνω στο αποκεφαλισμένο γυμνό κορμί της Γοργόνας (Kanellop) |
    • ο γαύρος εμφανίζεται στα λαϊκά εστιατόρια ~ (Potamianos)

[ppp of αποκεφαλίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχτάρα [axtára] η, region. ich
  • anchovy, Engraulis encrasicholus (syn αντζούγια 1, γαύρος, χαψί)

[fr ByzG (schol. Oppian. Hal. 1.767) ακτάρα & κτάρα ← ByzG ικτάρα (K ἰκτάρα· ἐθνικῶς ἰχθύς; κτάρα· ἰχθύς βραχύτερος πάντων), augmentat. of ἰκτάριν, this dimin of K ­κταρ (Callimachus Fr. 406); cf ModG χτάρι 'very small fish' (Laconia). See Georgacas, I]

[Λεξικό Γεωργακά]
αψήφιστος, -η, -ο [apsífistos]
  • ① not having been voted, unvoted (ant ψηφισμένος):
    • αψήφιστο νομοσχέδιο unpassed bill |
    • ήταν ο μόνος από το κόμμα του που έμεινε ~
  • ⓐ not having voted
  • ② unworthy of attention, inconsequential (near-syn αξιοπεριφρόνητος 2, ασήμαντος2 1):
    • αψήφιστο σκουλήκι |
    • folks. σπίθα μικρή κι αψήφιστη, κρυμμένη στην αθάλη (Theros) |
    • poem μέσα απ' τα χέρια μου ο Aγαμέμνονας την πήρε πίσω ο γαύρος, | ο γιος του Aτρέα, θαρρείς κι ~πως ήμουν ξωμερίτης (Homer Il 16.59 Kaz-Kakr)
  • ③ indifferent, careless, negligent (syn αδιάφορος 2, αμελής2 1):
    • ~υπηρέτης |
    • αψήφιστο γέλιο |
    • η καταστροφή της την είχε κάνει λίγο αψήφιστη κι εγωίστρια (Xenop) |
    • ανύποπτη πως τη βλέπουν ή κι αψήφιστη στην κτηνωδία της η M. έκανε κι αυτή την τουαλέτα της (id.)
  • ⓑ unmindful of (danger, difficulties etc), daring, defiant, reckless:
    • πέρασε για σένα ο καιρός .. του αψήφιστου θάρρους (Thrylos)

[fr postmed αψήφιστος ← PatrG (Barsanuphius, Respons., 6th c. AD: τό ἀψήφιστον) ← LK, AG, cpd w. *ψηφιστός (: ψηφίζω); cf ψηφιστά adv (Koumanoudis: 1833), ψηφιστέος (ib., 1889), διαψηφιστός (Aristotle), θεοψήφιστος & kath ακαταψήφιστος, ασυμψήφιστος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαύρος ο [γávros] Ο18 : είδος μικρού αφρόψαρου που ζει κοπαδιαστά και ψαρεύεται με δίχτυα.

[ίσως ελνστ. ἐγγραυλίς > μσν. *γραύλος (πρβ. μσν. εγγραυλοπαστοφάγος `που τρώει παστούς εγγραύλους΄), με αντιμετάθ. [r-l > l-r] και ανομ. αποβ. του [l] ]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες