Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όμοιος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
όμοιος, επίθ.· ομοίος· πληθ. όμοι.
  • Απολύτως, με γεν. (ήδη αρχ.), με εμπρόθ. προσδ. ή με το επίρρ. (ω)σάν + ονομ. ή αιτιατ.
    • 1)
      • α) Που μοιάζει με κάπ., που έχει κοινά χαρακτηριστικά ή ιδιότητες με κάπ.:
        • (Διήγ. παιδ. 824
        • Όμοια είσαι με τα λούλουδα (Ch. pop. 274
      • β) παρόμοιος, ανάλογος:
        • εγένετο σημείον … που ποτέ δεν έγινεν ομοίον (Κορων., Μπούας 32· Ερμον. Ε 133).
    • 2)
      • α) Ισοδύναμος:
        • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 79v
      • β) ισάξιος:
        • δεν ήτον ωσάν κεινούς όμοια η ανδρειά τους (Κορων., Μπούας 104).
    • 3) Που ανήκει στην ίδια κατηγορία ή ομάδα:
      • και όλα τα λοιπά όμοια αυτών (Ασσίζ. 1624).
  • Η λ. ως ουσ. =
    • 1) Αυτός που μοιάζει με κάπ., που έχει κοινά ή ανάλογα χαρακτηριστικά ή ιδιότητες με κάπ.:
      • Ο μεθυστής εξύπνησεν, … γυρεύει τους όμοιούς του (Κρασοπ. S 2).
    • 2) Αυτός που ανήκει στην ίδια κοινωνική τάξη ή ομάδα με κάπ.:
      • (Μαχ. 46431
      • ας έλαβες ομοίαν σου, καπήλου θυγατέραν (Προδρ. I 107).
  • Το ουδ. ως ουσ. = το ίδιο πράγμα:
    • (Πανώρ. Δ́ 415
    • φοβηθέντες μήπως πάθωσι και αυτοί τα όμοια (Έκθ. χρον. 4425).
  • Το ουδ. έναρθρ. ως επίρρ. = κατά τον ίδιο τρόπο:
    • (Μαχ. 37436
    • οι Τούρκοι πάλι τ’ όμοιο, τες μπόμπες εκεντούσα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4681).

[αρχ. επίθ. όμοιος. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Ο τ. αρχ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όμοιος -α -ο [ómios] Ε6 : α. που διαφέρει ελάχιστα ή καθόλου από κπ. ή από κτ. άλλο, που έχει κοινά με αυτόν τα περισσότερα ή τα σημαντικότερα γνωρίσματα. ANT ανόμοιος: Δύο όμοια σπίτια / υφάσματα. Όμοιοι γραφικοί χαρακτήρες. Είναι εντελώς όμοιοι, ίδιοι. Δύο σκίτσα όμοια που όμως διαφέρουν σε κάτι. Άνθρωποι όμοιοι μεταξύ τους, στην εξωτερική εμφάνιση και κυρίως στο χαρακτήρα. || (ως ουσ.): Tέτοια κάνεις μόνο εσύ κι οι όμοιοί σου. (έκφρ.) δεν έχει τον / το όμοιό του, για κπ. ή για κτ. που έχει ορισμένη ιδιότητα, καλή ή κακή, σε πολύ έντονο βαθμό. ~ τον όμοιο, για να δηλώσουμε ότι ο καθένας προτιμά να συναναστρέφεται τον όμοιό του. (απαρχ.) ~ ομοίω αεί πελάζει*. ΠAΡ ~ τον όμοιο και η κοπριά* στα λάχανα. β. (γεωμ.) όμοια σχήματα, που έχουν τις γωνίες ίσες, μία προς μία, και τις πλευρές, που σχηματίζονται απέναντι από τις ίσες γωνίες, ανάλογες. όμοια & (λόγ.) ομοίως ΕΠIΡΡ με όμοιο τρόπο: Mιλάει ~ σε μικρούς και μεγάλους. ΦΡ ίσα* κι ~.

[αρχ. ὅμοιος· λόγ. < αρχ. ὁμοίως]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομοιοστασία η [omiostasía] Ο25 : (βιολ.) αρχή σύμφωνα με την οποία οι οργανισμοί τείνουν να διατηρήσουν σταθερές ορισμένες λειτουργίες, ιδιότητες κτλ. παρά τις μεταβολές του εξωτερικού περιβάλλοντος: H ~ στηρίζεται, εκτός των άλλων, στη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.

[λόγ. < νλατ. homeostasis < homeo- = ομοιο- + αρχ. στάσ(ις) -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες