Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψόγος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψόγος ο [psóγos] Ο18 : (λόγ.) κατάκριση, επίκριση, μομφή, κατηγορία. ANT έπαινος, επιδοκιμασία: H παρατήρηση αυτή σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί ψόγο. Δέχτηκε τον ψόγο και την κατακραυγή της κοινής γνώμης. (έκφρ.) ουδείς ~, τίποτα το κατακριτέο δεν υπάρχει.

[λόγ. < αρχ. ψόγος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες