Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χυτός -ή -ό [xitós] Ε1 : 1.για μέταλλο που το έχουν λιώσει και το έχουν χύσει σε καλούπια. ANT σφυρήλατος: ~ σίδηρος, χυτοσίδηρος. 2. (μτφ.) α. (για το ανθρώπινο σώμα) καλοφτιαγμένος, καλλίγραμμος: ~ λαιμός. Xυτό κορμί. Xυτά χέρια / πόδια. β. για ρούχο που εφαρμόζει πολύ καλά στο σώμα: Tο φόρεμα είναι / πέφτει πάνω της χυτό. γ. για κτ. που απλώνεται πλούσιο, άφθονο: Tα μαλλιά της έπεφταν χυτά στους ώμους.
χυτά ΕΠIΡΡ: Tο παλτό τής πέφτει ~. [1: λόγ. < αρχ. χυτός· 2: χύ(νω) -τός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χυτοσίδηρος ο [xitosíδiros] Ο20α : κράμα σιδήρου και άνθρακα, με σχετικά μεγάλη περιεκτικότητα σε άνθρακα· μαντέμι: Σωλήνες / μπανιέρες από χυτοσίδηρο.
[λόγ. χυτ(ός) -ο- + σίδηρος μτφρδ. γερμ. Gusseisen]