Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χοηφόρος η [xoifóros] Ο35 : στην αρχαία Ελλάδα, γυναίκα που έφερνε χοές σε νεκρό: Οι «Xοηφόροι» είναι μία από τις τραγωδίες της τριλογίας «Ορέστεια» του Aισχύλου.
[λόγ. < αρχ. χοηφόρος]