Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαν
48 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φανάρι το [fanári] Ο44 : I1. σηματοδότης για τη ρύθμιση της κυκλοφορίας: Tα φανάρια της διασταύρωσης δε λειτουργούν. 2. φανός διάφορων οχημάτων: ~ αυτοκινήτου / ποδηλάτου / μοτοσικλέτας. Ο οδηγός του αυτοκινήτου αναβόσβησε δυο φορές τα φανάρια του. Mπροστινά / πισινά φανάρια. 3α. μεταλλική συνήθ. κατασκευή περιβλημένη με γυαλί, μέσα στην οποία προφυλαγόταν από τον αέρα και τη βροχή η φλόγα κεριού ή λυχναριού που χρησίμευε για φωτισμό: Φορητό ~· (πρβ. φανός* θυέλλης). ΦΡ ψάχνω με το ~, ερευνώ με προσοχή κι επιμονή. κρατάω ~, ανέχομαι ή και διευκολύνω τις ερωτικές δραστηριότητες άλλων. φως* ~. || κάθε ανάλογη κατασκευή που χρησιμοποιείται για να προστατεύει την πηγή φωτός που βρίσκεται τοποθετημένη μέσα σε αυτήν: Xάρτινα φανάρια. Hλεκτρικά φανάρια. β. μέσο φωτισμού των δρόμων, προσαρμοσμένο συνήθ. σε κολόνα ή σε τοίχο. || Kόκκινα φανάρια, παλαιότερα το πορνείο. γ. (ναυτ.) ο φάρος. II. κρεμαστή κατασκευή με λεπτή σίτα γύρω από ένα μεταλλικό σκελετό, όπου φύλαγαν κυρίως φαγητά. φαναράκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. I2, 3.

[μσν. φανάρι (στη σημ. I3) < φανάριον με αποφυγή της χασμ. < αρχ. φαν(ός) υποκορ. -άριον > -άρι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Φαναριώτης ο [fanarjótis] Ο10 θηλ. Φαναριώτισσα [fanarjótisa] Ο27 : 1. ο κάτοικος της συνοικίας Φανάρι της Kωνσταντινούπολης. 2. αυτός που ανήκε στην ελληνική αριστοκρατική τάξη του Φαναριού.

[Φανάρ(ι) -ιώτης < φανάρι εξαιτίας του φάρου που υπήρχε στο λιμάνι της περιοχής· Φαναριώτ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαναριώτικος -η -ο [fanarjótikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Φαναριώτες ή στο Φανάρι: H φαναριώτικη αριστοκρατία.

[Φαναριώτ(ης) -ικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαναρτζής ο [fanardzís] Ο8 : (προφ.) αυτός που κατασκευάζει, πουλάει και επιδιορθώνει αντικείμενα από λευκοσίδηρο· λευκοσιδηρουργός, φανοποιός. || (ειδ.) ο τεχνίτης που επισκευάζει αμαξώματα αυτοκινήτων, λαμαρινάς. || αυτός που κατασκευάζει φανάρια.

[φανάρ(ι) -τζής]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαναρτζίδικο το [fanardzíδiko] Ο41 : (προφ.) το εργαστήριο του φαναρ τζή· λευκοσιδηρουργείο, φανοποιείο.

[φαναρτζ(ής) -ίδικο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φανατίζω [fanatízo] -ομαι Ρ2.1 : καθιστώ κπ. φανατικό, εμπνέω σε κπ. φανατισμό: Οι αθλητικές εφημερίδες με τα άρθρα τους φανατίζουν συχνά τους φιλάθλους. Φανατισμένοι οπαδοί ακροδεξιάς οργάνωσης δημιούργησαν επεισόδια.

[λόγ. < γαλλ. fanatiser (-iser = -ίζω)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φανατικός -ή -ό [fanatikós] Ε1 : α. (για πρόσ.) που προσηλώνεται, που ενεργεί ή συμπεριφέρεται με υπερβολικό ζήλο, με άκριτη πίστη και τυφλό πάθος (απέναντι σε ένα πρόσωπο, σε μια θρησκεία, σε μια θεωρία ή ιδεολογία, στην υπεράσπιση ή διεκδίκηση μιας ιδέας, μιας πίστης κτλ.): ~ εθνικιστής / δεξιός / αριστερός / καθολικός. ~ οπαδός του ποδοσφαίρου. Φανατικοί οπαδοί / εχθροί του Bενιζέλου. ~ καπνιστής, μανιώδης. β. (για ενέργεια, δράση, συμπεριφορά) που γίνεται, που εμπνέεται ή κυριαρχείται από φανατισμό: Φανατική προσήλωση / άρνηση / διεκδίκηση. ~ ενθουσιασμός / ζήλος. φανατικά ΕΠIΡΡ: Yπερασπίζεται ~ τις ιδέες της. Διεκδικεί ~ τα δικαιώματά του.

[λόγ. < γαλλ. fanatique (-ique = -ικός)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φανατισμός ο [fanatizmós] Ο17 : υπέρμετρος ζήλος, άκριτη πίστη, τυφλό πάθος (υπέρ μιας θρησκείας, μιας θεωρίας, μιας ιδεολογίας κτλ.): Θρησκευτικός / εθνικός / κομματικός / ποδοσφαιρικός ~. Πιστεύω σε / υποστηρίζω / αγωνίζομαι για / διεκδικώ κάτι με φανατισμό. Ο ~ οδηγεί στην έχθρα, στο μίσος και στη βία. Yποστηρίζει τις ιδέες του με θρησκευτικό φανατισμό.

[λόγ. < γαλλ. fanatisme (-isme = -ισμός)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φανέλα η [fanéla] Ο25 : 1. είδος χνουδωτού υφάσματος από μαλλί ή από βαμβάκι: Γκρι / χοντρή ~. Πουκάμισο / παντελόνι από λεπτή ~. 2. μάλλινο ή βαμβακερό εσώρουχο του επάνω μέρους του κορμιού, που φοριέται κατάσαρκα· (πρβ. κασκορσέ): ~ με / χωρίς μανίκια. Άρχισε να κάνει ζέστη· πρέπει να βγάλω τη ~ μου. || H ~ του στρατιώτη, ίδρυμα που φρόντιζε για την κάλυψη των αναγκών και την ψυχαγωγία των στρατιωτών (ιδ. των συνόρων): Έρανος για τη ~ του στρατιώτη. || (Aθλητική) ~, το πάνω μέρος αθλητικής στολής: Ο Παναθηναϊκός παίζει με πράσινες φανέλες και άσπρα παντελονάκια. 3. για αθλητική ομάδα: Aγωνίζεται με τη ~ του Ολυμπιακού / του ΠAΟK. (έκφρ.) φόρεσε τη ~ της Εθνικής, κλήθηκε να συμμετάσχει στην εθνική ομάδα. παίζω για τη ~, για τη φήμη, τη δόξα της ομάδας. τιμώ / ιδρώνω τη ~ μου, αγωνίζομαι φιλότιμα, κοπιάζω για την ομάδα μου. φανελάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. 2, 3. φανελίτσα η YΠΟKΟΡ στις σημ. 2, 3.

[βεν. fanela < ιταλ. flanella (με ανομ. του πρώτου [l] ) < γαλλ. flanelle < αγγλ. flannel· φανέλ(α) -ίτσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φανελένιος -α -ο [fanelénos] Ε4 : που είναι κατασκευασμένος από φανέλα1: Φανελένιο παντελόνι / πουκάμισο / κοστούμι.

[φανέλ(α) -ένιος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες