Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υγραέριο το [iγraério] Ο40 : αέριο καύσιμο, το οποίο κυκλοφορεί στο εμπόριο υγροποιημένο και έχει ποικίλες οικιακές και βιομηχανικές εφαρμογές: Φιάλη / κουζίνα / σόμπα υγραερίου.
[λόγ. υγρ(ο)- + αέριον μτφρδ. αγγλ. liquid gas]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υγραίνω [iγréno] -ομαι Ρ7.2 : κάνω κτ. υγρό, το διαποτίζω με κτ. υγρό, το νοτίζω: H νυχτερινή δροσιά υγραίνει τα φύλλα. Yγράνθηκε ο τοίχος, εμφάνισε υγρασία. || Yγραίνει τα χείλη με τη γλώσσα του. Yγράνθηκαν τα μάτια του. Ένιωσε τα μάτια του να υγραίνονται από τη συγκίνηση, να δακρύζουν ελαφρώς.
[λόγ. < αρχ. ὑγραίνω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ύγρανση η [íγransi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υγραίνω· νότισμα.
[λόγ. < ελνστ. ὕγραν(σις) -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υγραντήρας ο [iγrandíras] Ο2 : συσκευή που παράγει υδρατμούς για την ύγρανση της ξερής ατμόσφαιρας.
[λόγ. υγραν- (υγραίνω) -τήρας μτφρδ. αγγλ. moisturizer]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υγραντικός -ή -ό [iγrandikós] Ε1 : που προκαλεί ύγρανση.
[λόγ. < ελνστ. ὑγραντικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υγρασία η [iγrasía] Ο25 : 1. η περιεκτικότητα του αέρα σε υδρατμούς, η παρουσία πολλών υδρατμών στην ατμόσφαιρα: Aπόλυτη / σχετική ~. Mέτρηση της ατμοσφαιρικής υγρασίας. Yψηλά ποσοστά υγρασίας στην ατμόσφαιρα. H περιοχή αυτή έχει τρομερή ~. H ~ σού τρυπάει το κόκαλο. Tα μέταλλα σκουριάζουν από την ~. || Tο δωμάτιο έχει ~, είναι υγρό. || ~ του εδάφους, το ποσό του νερού που περιέχεται στο έδαφος. ANT ξηρασία. || Mε την παρατεταμένη έκθεση στον ήλιο το δέρμα χάνει την ~ του, αφυδατώνεται. Kρέμες προσώπου που ενυδατώνουν και προσφέρουν ~ στο πρόσωπο ή στο σώμα. 2. τα σταγονίδια που βγαίνουν από τους πόρους ενός σώματος, το οποίο έχει απορροφήσει νερό: Έβγαλε ~ ο τοίχος / το ταβάνι.
[λόγ. < αρχ. ὑγρασία]