Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συ
1.040 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συβαρίτης ο [sivarítis] Ο10 θηλ. συβαρίτισσα [sivarítisa] Ο27 : χαρακτηρισμός ατόμου που ζει εύκολη, μαλθακή και τρυφηλή ζωή.

[λόγ. < αρχ. Συβαρίτης `κάτοικος της Σύβαρης΄ σημδ. γαλλ. sybarite (στη νέα σημ.) < λατ. Sybarita < αρχ. Συβαρίτης (με βάση την ελνστ. σημ. σύβαρις `μαλθα κότητα΄)· λόγ. συβαρίτ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συβαριτικός -ή -ό [sivaritikós] Ε1 : που είναι φιλήδονος, μαλθακός, τρυφηλός.

[λόγ. < αρχ. Συβαριτικός `της Σύβαρης΄ σημδ. γαλλ. sybaritique < sybarit(e) = συβαρίτ(ης) -ique = -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συβαριτισμός ο [sivaritizmós] Ο17 : φιλήδονος, μαλθακός, τρυφηλός τρόπος ζωής.

[λόγ. < γαλλ. sybaritisme < sybarit(e) = συβαρίτ(ης) -isme = -ισμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σύγαμπρος ο [síγambros] & σύγαμβρος ο [síγamvros] Ο20 : ο καθένας από τους συζύγους που οι γυναίκες τους είναι αδελφές· μπατζανάκης.

[ελνστ. σύγγαμβρος (προφ. [mb] ) με τροπή [g > γ] κατά το γαμπρός· -μβρ-: λόγ. επίδρ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγγένεια η [singénia] Ο27 : 1.ο κοινωνικός δεσμός μεταξύ προσώπων που συνδέονται με βιολογική ή με θεσμική σχέση: ~ εξ αίματος* / εξ αγχιστείας*. ~ πρώτου / δεύτερου / τρίτου βαθμού. Kοντινή / στενή / μακρινή ~. Έχουν το ίδιο επώνυμο αλλά δεν έχουν μεταξύ τους καμιά ~. Συστήματα / δομές συγγένειας. Θετή / πολιτική ~, που δημιουργείται με νομική πρά ξη, π.χ. υιοθεσία. Πνευματική ~, που δημιουργείται κατά τη βάφτιση μεταξύ νονού και βαφτισιμιού. Ευθύγραμμη / πλασματική / πλάγια ~. 2. κάθε είδους σχέση που υπάρχει ή που δημιουργείται ανάμεσα σε πρόσω πα, σε πράγματα ή σε καταστάσεις με βάση την ομοιότητα ή την κοινότητα της προέλευσης, των χαρακτηριστικών ή των ιδιοτήτων τους: Συνδέονται με ιδεολογική / πνευματική / ψυχική ~. Οι λατινογενείς γλώσσες έχουν υψηλό βαθμό συγγένειας. || (χημ.) Xημική ~, η τάση των χημικών στοιχείων να ενώνονται μεταξύ τους και να σχηματίζουν χημικές ενώσεις· η δύναμη που συγκρατεί ενωμένα τα άτομα σε μια χημική ένωση. Εκλεκτικές* συγγένειες.

[λόγ. < αρχ. συγγένεια `δεσμός εξ αίματος, οικογένεια΄ & σημδ. γαλλ. parenté]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγγενεύω [singenévo] Ρ5.2α : 1.έχω ή δημιουργώ συγγένεια με κπ.: Συγγενεύουμε από τις μητέρες μας. Mε το γάμο της συγγένεψε με μεγάλο σόι. Πάντρεψαν τα παιδιά τους και συγγένεψαν. 2. παρουσιάζω ομοιότητες, αναλογίες, αντιστοιχίες με κπ. ή με κτ.: Tα καλλιτεχνικά ρεύματα συγγενεύουν στην τεχνολογία και στα θέματα. Οι δύο γλώσσες συγγενεύουν μεταξύ τους. Οι ιδέες / οι απόψεις / οι θέσεις τους συγγενεύουν πολύ.

[συγγεν(ής) -εύω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγγενής ο [singenís] Ο22 θηλ. συγγενής [singenís] Ο (βλ. Ε10) & (προφ., οικ.) συγγένισσα [singénisa] Ο27 : αυτός που συνδέεται με κπ. με σχέσεις (βιολογικής ή θεσμικής) συγγένειας: Στενός / κοντινός / μακρινός ~. Έχει καλούς / πλούσιους συγγενείς. ~ πρώτου / δεύτερου / τρίτου βαθμού. Πή γε να επισκεφθεί τους συγγενείς του. Ειδοποιήθηκαν οι πλησιέστεροι συγ γενείς του νεκρού. ΦΡ φτωχός ~: α. για κπ. που μειονεκτεί, που είναι ή που αισθάνεται κατώτερος, υποδεέστερος σε σχέση με κπ. άλλο. β. για κτ. που μειονεκτεί, που είναι κατώτερο, υποδεέστερο σε σχέση με κτ. άλ λο.

[αρχ. συγγενής· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· ελνστ. συγγένισσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγγενής -ής -ές [singenís] Ε10 : που έχει κοινή προέλευση ή κοινά χαρακτηριστικά με κπ. άλλο· συγγενικός: Συγγενείς επιστήμες / γλώσσες / ιδεολογίες / απόψεις. || (ιατρ.) για σωματικές ή ψυχικές παθήσεις που υπάρχουν εκ γενετής (και δεν είναι επίκτητες): ~ νόσος / καρδιοπάθεια.

[λόγ. < αρχ. συγγενής]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγγενικός -ή -ό [singenikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται, που ταιριάζει στους συγγενείς ή στη συγγένεια, που έχει σχέση με αυτούς ή με αυτή: Έχουν στενούς συγγενικούς δεσμούς. Είδα χτες ένα συγγενικό μου πρόσωπο. Συγγενική επιχείρηση, που ανήκει σε συγγενείς. Συγγενικό ενδιαφέρον. 2. που έχει κοινή προέλευση ή κοινά χαρακτηριστικά με κπ. άλλο· συγγενής: Οι μουσικές των βαλκανικών λαών είναι συγγενικές. Συγγενικές γλώσσες, που έχουν προέλθει από μια παλαιότερη κοινή. Συγγενικές λέξεις, που ανήκουν σε μια ευρύτερη οικογένεια. || (νομ.) συγγενικά δικαιώ ματα, ανάλογα με αυτά της πνευματικής ιδιοκτησίας, που αναγνωρίζονται σε ερμηνευτές ή σε εκτελεστές καλλιτεχνικών έργων. συγγενικά ΕΠIΡΡ.

[1: αρχ. συγγενικός· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. apparenté]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγγενολόι το [singenolói] Ο45 : (οικ.) το σύνολο των συγγενών: Στο γά μο ήρθε / μαζεύτηκε όλο το ~.

[συγγεν(ής) -ο- + -λόι]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...104   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες