Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραβδιστής ο [ravδistís] Ο9 : (λαϊκότρ.) ο εργάτης γης που ραβδίζει τα δέντρα για να πέσουν κάτω οι καρποί τους: Οι ραβδιστάδες κι οι μαζώχτρες γυρνούσαν από τους ελαιώνες.
[ελνστ. ῥαβδιστής]