Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυριγενής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυριγενής -ής -ές [pirijenís] Ε10 : (γεωλ.) εκρηξιγενής: Πυριγενές πέτρωμα.

[λόγ. < αρχ. πυριγενής `γεννημένος από τη φωτιά΄ σημδ. γαλλ. pyrigène < pyri- = πυρι- < ελνστ. πυρί(της) + -gène = -γενής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες