Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανίσχυρος -η -ο [panísxiros] Ε5 : που έχει πολύ μεγάλη δύναμη (οικονομική, πολιτική κτλ.), που είναι απόλυτα ισχυρός: ~ ηγέτης. Πανίσχυρο κράτος / στράτευμα. Πανίσχυρες δυνάμεις. Πανίσχυρα επιχειρήματα.
[λόγ. < ελνστ. πανίσχυρος]