Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ούρος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ούρος ο.
  • Ούρα:
    • (Ιατροσόφ. 4714).

[<αρχ. ουσ. ούρον με αλλαγή γένους]

[Λεξικό Κριαρά]
ούρος το.
  • Oύρα:
    • να την ποτίζεις (ενν. τη μηλία) με ανθρώπου ούρος (Αγαπ., Γεωπον. 152· Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 437
    • φρ. κινώ το ούρος = προκαλώ διούρηση (πβ. και ούρον το φρ.):
      • (Αγαπ., Γεωπον. 184, 189
    • (ως μαγικό μέσο):
      • κάμνουσιν (ενν. οι γυναίκες) των ανδρών αυτών μάγια … από το ούρος αυτών (Νομοκ. 38612· Μαλαξός, Νομοκ. 422).

[αρχ. ουσ. ούρον με μεταπλ. Η λ. σε κείμ. του 10.-12. αι., σε Γλωσσάρ. και σήμ. ιδιωμ. (Κόμης)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες