Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οφειλέσιον το· οφελέσιν.
-
- Οφειλή, χρέος:
- (ενν. ο πραγματευτής) σφάζει σε (ενν. την πασιδόνα), βάνει σε εις το πουγγίν του, ως θυγατέραν τάχατε του καρτσανά, οφελέσιν (Πουλολ. 353).
[<απαρέμφ. μέλλ. οφειλέσειν του οφείλω αναλογ. με ουσ. σε ‑ιον. Η λ. τον 12. αι. (TLG)· βλ. και Soph., στη λ.]
- Οφειλή, χρέος: